- Αιγαιοπελαγίτης
- οθηλ. -ισσα ο κάτοικος των νησιών του Αιγαίου πελάγους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αιγαιοπελαγίτης — ο (θηλ. ισσα) αυτός που κατοικεί σε νησί τού Αιγαίου ή κατάγεται από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγαίο πέλαγος. ΠΑΡ. αιγαιοπελαγίτικος] … Dictionary of Greek
αιγαιοπελαγίτικος — η, ο [Αιγαιοπελαγίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Αιγαίο ή προέρχεται από αυτό … Dictionary of Greek